Lijvig στα ελληνικά
Μετάφραση: lijvig, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνός, εύσαρκος, παχύσαρκος, χοντρός, περιεκτικός, λίπος, χόνδρος, πλήρης, τροφαντός, ογκώδης, ογκώδη, ογκώδες, ογκώδεις, ογκωδών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lijntje στα ελληνικά - σκοινί, σχοινί, σχοινιού, σχοινιά, σχοινιών
- lijst στα ελληνικά - πίνακας, λίστα, χάπι, τραπέζι, σώμα, πλαισίωση, σκελετός, ...
- lijvigheid στα ελληνικά - πυκνότητα, πάχος, πάχους, το πάχος, πάχος του, του πάχους
- lik στα ελληνικά - σταγόνα, σταλάζω, καταβρέχω, μικροποσότητα, μειώνομαι, ρανίδα, στάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Lijvig στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνός, εύσαρκος, παχύσαρκος, χοντρός, περιεκτικός, λίπος, χόνδρος, πλήρης, τροφαντός, ογκώδης, ογκώδη, ογκώδες, ογκώδεις, ογκωδών
Μεταφράσεις: πυκνός, εύσαρκος, παχύσαρκος, χοντρός, περιεκτικός, λίπος, χόνδρος, πλήρης, τροφαντός, ογκώδης, ογκώδη, ογκώδες, ογκώδεις, ογκωδών