Λικνίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: λικνίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rots, rotsblok, steen, balanceren, gesteente, Rock, rotsen
Λικνίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λικνίζω

λικνίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λικνίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λιθοστρώνω στα ολλανδικά - bestraten, plaveien, lappen, cobble, flansen, keien, kasseistrook
  • λικνίζομαι στα ολλανδικά - zwieren, slingeren, zwiepen, zwaaien, liknizomai
  • λιμάνι στα ολλανδικά - port, haven, poort, de haven
  • λιμάρης στα ολλανδικά - rasp, schraper, raspen, gekras
Τυχαίες λέξεις
Λικνίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rots, rotsblok, steen, balanceren, gesteente, Rock, rotsen