Μαθηματικά στα ολλανδικά
Μετάφραση: μαθηματικά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rekenkunst, rekenkunde, cijferen, cijferkunst, wiskunde, de wiskunde, Mathematics, wiskundige, mathematica
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μαθηματικά
μαθηματικά στ δημοτικού, μαθηματικά γ δημοτικού, μαθηματικά ε δημοτικού, μαθηματικά κατεύθυνσης γ λυκείου, μαθηματικά γ γυμν, μαθηματικά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μαθηματικά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- μαζικός στα ολλανδικά - mis, overvloed, massa, boel, menigte, hoop, drom, ...
- μαθήτρια στα ολλανδικά - student, leerling, schoolmeisje, schoolgirl, school meisje, schoolmeisje dat, schoolmeisje van
- μαθηματικός στα ολλανδικά - mathematicus, wiskundige, de wiskundige, een wiskundige
- μαθητής στα ολλανδικά - discipel, student, aanhanger, adept, leerling, lerende, leerder, ...
Τυχαίες λέξεις
Μαθηματικά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rekenkunst, rekenkunde, cijferen, cijferkunst, wiskunde, de wiskunde, Mathematics, wiskundige, mathematica
Μεταφράσεις: rekenkunst, rekenkunde, cijferen, cijferkunst, wiskunde, de wiskunde, Mathematics, wiskundige, mathematica