Μόνος στα ολλανδικά

Μετάφραση: μόνος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vreemdsoortig, wonderlijk, alleen, enkel, vreemd, een, ongetrouwd, ongehuwd, één, raar, bizar, enig, single, enkele, enkelvoudige
Μόνος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόνος

μονός αριθμός τριαντάφυλλων, μονός δισκοβραχίονας, μονός κόμπος γραβάτας, μονός διακορευτής, μονός αριθμός, μόνος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, μόνος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • μοντέρνος στα ολλανδικά - bijdetijds, modern, nieuwerwets, moderne, de moderne, een moderne
  • μονόκλινος στα ολλανδικά - ongehuwd, een, enkel, alleen, enig, één, ongetrouwd, ...
  • μονότονος στα ολλανδικά - eentonig, monotoon, monotone, eentonige, saai
  • μορφάζω στα ολλανδικά - grijnzen, grijns, grimas, grimace, grimacing, gezichten trekken
Τυχαίες λέξεις
Μόνος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vreemdsoortig, wonderlijk, alleen, enkel, vreemd, een, ongetrouwd, ongehuwd, één, raar, bizar, enig, single, enkele, enkelvoudige