Alleen στα ελληνικά
Μετάφραση: alleen, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοναχικός, πέλμα, μονός, μόνο, δίκαιος, μοναχός, εντελώς, αποκλειστικά, ασυντρόφευτος, ανύπαντρος, απόκοσμος, μόνος, γλώσσα, μονόκλινος, όμως, απλά, από τον εαυτό σας, με τον εαυτό σας, από τον εαυτό, μόνοι σας, από εσάς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alibi στα ελληνικά - άλλοθι, το άλλοθι, δικαιολογία, άλλοθι για
- alledaags στα ελληνικά - ξέγνοιαστος, αμοιβαίος, παρακρατώ, καθημερινός, ανεπίσημος, συνηθισμένος, κοινός, ...
- alleenhandel στα ελληνικά - μονοπώλιο, μονοπωλίου, μονοπωλιακή, το μονοπώλιο, μονοπωλιακής
- alleenheerschappij στα ελληνικά - τυραννία, απολυταρχία, απολυταρχίας, μονοκρατορία, αυταρχισμό, την απολυταρχία
Τυχαίες λέξεις
Alleen στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοναχικός, πέλμα, μονός, μόνο, δίκαιος, μοναχός, εντελώς, αποκλειστικά, ασυντρόφευτος, ανύπαντρος, απόκοσμος, μόνος, γλώσσα, μονόκλινος, όμως, απλά, από τον εαυτό σας, με τον εαυτό σας, από τον εαυτό, μόνοι σας, από εσάς
Μεταφράσεις: μοναχικός, πέλμα, μονός, μόνο, δίκαιος, μοναχός, εντελώς, αποκλειστικά, ασυντρόφευτος, ανύπαντρος, απόκοσμος, μόνος, γλώσσα, μονόκλινος, όμως, απλά, από τον εαυτό σας, με τον εαυτό σας, από τον εαυτό, μόνοι σας, από εσάς