Enkel στα ελληνικά

Μετάφραση: enkel, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονός, μόλις, δίκαιος, μόνο, μόνος, απλός, απόκοσμος, γλώσσα, απλώς, αστράγαλος, μοναχικός, απλά, όμως, αλλά, ανύπαντρος, πέλμα, μονόκλινο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Enkel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • enige στα ελληνικά - μερικοί, λίγοι, μερικός, περίπου, μερικά, κάποια, ορισμένα
  • enigszins στα ελληνικά - μερικός, λίγοι, μερικοί, κάπως, λίγο, ελαφρώς, κάποιο τρόπο, ...
  • enkele στα ελληνικά - λίγοι, μερικοί, μερικός, μερικά, μερικές, λίγα, λίγες
  • enkeling στα ελληνικά - ανθρώπινος, πρόσωπο, ατομικός, άνθρωπος, θανάσιμος, κάποιος, άτομο, ...
Τυχαίες λέξεις
Enkel στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονός, μόλις, δίκαιος, μόνο, μόνος, απλός, απόκοσμος, γλώσσα, απλώς, αστράγαλος, μοναχικός, απλά, όμως, αλλά, ανύπαντρος, πέλμα, μονόκλινο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας