Ξυράφι στα ολλανδικά

Μετάφραση: ξυράφι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
scheermes, scheerapparaat, razor, scheermesje, scheermesjes
Ξυράφι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξυράφι

ξυράφι ξυρίσματος, ξυράφι για ξύρισμα, ξυράφι ή ξυριστική μηχανή, εκδόσεισ ξυράφι, ξυράφι dovo, ξυράφι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξυράφι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξυλώδης στα ολλανδικά - houtachtig, bosrijk, bosrijke, houtachtige, woody
  • ξυπνώ στα ολλανδικά - tierig, druk, opgewekt, wakker, vief, ontwaken, kras, ...
  • ξυρίζομαι στα ολλανδικά - afscheren, scheren, scheerbeurt, te scheren, scheer
  • ξόρκι στα ολλανδικά - aantrekkelijkheid, tijd, poos, spellen, betovering, bezwering, bezweringsformule, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξυράφι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: scheermes, scheerapparaat, razor, scheermesje, scheermesjes