Ξύσμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ξύσμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afpellen, schillen, jassen, stukje, schroot, afval, restanten, restanten van
Ξύσμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξύσμα

ξύσμα λεμονιού, ξύσμα περγαμόντου, ξύσμα πορτοκαλιού, ξύσμα νεραντζιού, ξύσμα νεράντζι, ξύσμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξύσμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξύνω στα ολλανδικά - krauwen, verhevigen, afkrabben, aanzetten, klauwen, wetten, slijpen, ...
  • ξύπνημα στα ολλανδικά - ontwaken, Awakening, Wekken, het ontwaken, ontwaking
  • οίκημα στα ολλανδικά - veronderstelling, onderstelling, loge, hut, herberg, Lodge, jachthuis
  • οίκος στα ολλανδικά - huizen, pand, huishouden, geslacht, gezin, toneelwezen, toneel, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξύσμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afpellen, schillen, jassen, stukje, schroot, afval, restanten, restanten van