Ξύσμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: ξύσμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лушпайку, лупитися, шкірочку, шкаралупа, сходити, лом, брухт
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξύσμα
ξύσμα λεμονιού, ξύσμα περγαμόντου, ξύσμα πορτοκαλιού, ξύσμα νεραντζιού, ξύσμα νεράντζι, ξύσμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ξύσμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ξύνω στα ουκρανικά - скрипіти, ритись, розчісування, гострити, позначка, розчісувати, загострювати, ...
- ξύπνημα στα ουκρανικά - розбудження, пробудження, просинання, Пробуждение
- οίκημα στα ουκρανικά - прем'єри, будиночок, будинок, домик
- οίκος στα ουκρανικά - хата, дім, приміщення, будинок, мішень, дом, додому, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξύσμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лушпайку, лупитися, шкірочку, шкаралупа, сходити, лом, брухт
Μεταφράσεις: лушпайку, лупитися, шкірочку, шкаралупа, сходити, лом, брухт