Προϊόν στα ολλανδικά

Μετάφραση: προϊόν, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opbrengst, koopwaar, producten, gewrocht, waren, handelswaar, product, produkt, artikel, het product
Προϊόν στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προϊόν

προϊόν ποπ, προϊόν της χρονιάς 2014, προϊόν συνώνυμο, προϊόν υψηλής ανάμειξης, προϊόν 47la620s, προϊόν λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προϊόν στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • προωθώ στα ολλανδικά - promoveren, bevorderen, voortbewegen, voortstuwen, voortbewegen van, het voortbewegen, voort te stuwen
  • προϊστορικός στα ολλανδικά - prehistorisch, prehistorische, voorhistorisch, voorhistorische, prehistorie
  • προϋποθέτω στα ολλανδικά - premisse, uitgangspunt, vooronderstelling, veronderstelling, premise
  • προϋπολογισμός στα ολλανδικά - budget, begroting, begroting van, de begroting
Τυχαίες λέξεις
Προϊόν στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opbrengst, koopwaar, producten, gewrocht, waren, handelswaar, product, produkt, artikel, het product