Opbrengst στα ελληνικά

Μετάφραση: opbrengst, Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ολλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σοδειά, απολαβή, προϊόν, παραγωγή, θερίζω, εισόδημα, τρύγος, κουρεύω, πρόσοδοι, έσοδα, εσόδων, προχωρά
Opbrengst στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • opbreken στα ελληνικά - χωρίσει, διαλύσουν, διαλύσει, διάσπαση, σπάσει
  • opbrengen στα ελληνικά - παρών, πεσκέσι, δημιουργώ, εξαναγκάζω, παραδίνω, παράγω, φτιάχνω, ...
  • opdagen στα ελληνικά - αποδίδω, αναδύομαι, εκτελώ, εμφανίζομαι, διαφαίνομαι, φαίνομαι, δυναμώστε, ...
  • opdienen στα ελληνικά - υπηρετώ, εξυπηρετούν, εξυπηρετήσει, εξυπηρετεί, χρησιμεύσει, χρησιμεύουν
Τυχαίες λέξεις
Opbrengst στα ελληνικά - Λεξικό: ολλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σοδειά, απολαβή, προϊόν, παραγωγή, θερίζω, εισόδημα, τρύγος, κουρεύω, πρόσοδοι, έσοδα, εσόδων, προχωρά