Σούπα στα ολλανδικά
Μετάφραση: σούπα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
soep, soep van, De soep, De soep van, soup
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σούπα
σούπα μινεστρόνε, σούπα αποτοξίνωσης, σούπα φιδέ, σούπα λαχανικών, σούπα τραχανά, σούπα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σούπα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- σοφιστικέ στα ολλανδικά - geraffineerd, geavanceerde, verfijnde, verfijnd, geavanceerd
- σοφός στα ολλανδικά - verstandig, wijs, vroed, wijze, wijzen, verstandige
- σούπερ στα ολλανδικά - super
- σπάζω στα ολλανδικά - doorbreken, onderbreking, scheuren, split, stilte, gaping, tik, ...
Τυχαίες λέξεις
Σούπα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: soep, soep van, De soep, De soep van, soup
Μεταφράσεις: soep, soep van, De soep, De soep van, soup