Στρατιώτης στα ολλανδικά

Μετάφραση: στρατιώτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
soldaat, militair, soldier, soldaten, krijgsman
Στρατιώτης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρατιώτης

στρατιώτης μπικάκης, στρατιώτησ στίχοι, στρατιώτης ποιητής, στρατιώτης του χειμώνα, στρατιώτης γονάτισε μπροστά από το άγαλμα του θ. κολοκοτρώνη, στρατιώτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στρατιώτης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στρατηγός στα ολλανδικά - algemeen, generaal, universeel, het algemeen, algemene, General
  • στρατιωτικός στα ολλανδικά - militair, leger, militaire, de militaire, militairen
  • στρατολογία στα ολλανδικά - dienstplicht, de dienstplicht, conscriptie, inlijving, ronseling
  • στρατολογώ στα ολλανδικά - rekruut, inwijden, introduceren, wijden, te wijden, induct
Τυχαίες λέξεις
Στρατιώτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: soldaat, militair, soldier, soldaten, krijgsman