Στρατιώτης στα τούρκικα
Μετάφραση: στρατιώτης, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
asker, askeri, bir asker, askerin, soldier
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρατιώτης
στρατιώτης μπικάκης, στρατιώτησ στίχοι, στρατιώτης ποιητής, στρατιώτης του χειμώνα, στρατιώτης γονάτισε μπροστά από το άγαλμα του θ. κολοκοτρώνη, στρατιώτης λεξικό γλώσσας τούρκικα, στρατιώτης στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- στρατηγός στα τούρκικα - evrensel, genel, General, genel bir, genel olarak
- στρατιωτικός στα τούρκικα - askeri, askerî, asker, askerlik, ordu
- στρατολογία στα τούρκικα - mecburi görev, zorunlu askerlik, askere alma, Zorunlu askerliği geride bırakmış, Bu ülkelerde askerlik görevinin
- στρατολογώ στα τούρκικα - askere almak, askere, induct, alımı yapmaktadır, alıştıracak
Τυχαίες λέξεις
Στρατιώτης στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: asker, askeri, bir asker, askerin, soldier
Μεταφράσεις: asker, askeri, bir asker, askerin, soldier