Στρατιώτης στα ουκρανικά

Μετάφραση: στρατιώτης, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
воїн, солдат, боєць, вояк, солдатів, вояків
Στρατιώτης στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρατιώτης

στρατιώτης μπικάκης, στρατιώτησ στίχοι, στρατιώτης ποιητής, στρατιώτης του χειμώνα, στρατιώτης γονάτισε μπροστά από το άγαλμα του θ. κολοκοτρώνη, στρατιώτης λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στρατιώτης στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • στρατηγός στα ουκρανικά - недокладний, полководець, головний, звичайний, генеральний, генерального
  • στρατιωτικός στα ουκρανικά - мілітаризація, військовий, воєнний, військового, військова, військове
  • στρατολογία στα ουκρανικά - призов на військову
  • στρατολογώ στα ουκρανικά - рецидиви, вводити, запроваджувати, уводити
Τυχαίες λέξεις
Στρατιώτης στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: воїн, солдат, боєць, вояк, солдатів, вояків