Στρώση στα ολλανδικά
Μετάφραση: στρώση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
laag, layer, lagen, laagje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: στρώση
νυφική στρώση, στρώση στέψης, στρώση στράγγισης οδοστρώματος, στρώση 3α, εξυγιαντική στρώση, στρώση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στρώση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- στρώμα στα ολλανδικά - velum, aardlaag, vel, blad, doek, laag, linnen, ...
- στρώνω στα ολλανδικά - zetten, vlijen, plaatsen, neerleggen, leggen, ballade, strooien, ...
- στυγνός στα ολλανδικά - brutaal, wreed, brutale, brute, wrede
- στυλοβάτης στα ολλανδικά - kolom, steun, colonne, leuning, pilaar, steunpilaar, drager, ...
Τυχαίες λέξεις
Στρώση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: laag, layer, lagen, laagje
Μεταφράσεις: laag, layer, lagen, laagje