Σφηνώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: σφηνώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
jam, vastgelopen, storing, papierstoring, jam van
Σφηνώνω στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σφηνώνω

σφηνώνω στα αγγλικα, σφηνώνω συνώνυμα, σφηνώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σφηνώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σφετερίζομαι στα ολλανδικά - overweldigen, passend, kraken, betamelijk, gepast, usurperen, geschikt, ...
  • σφετερισμός στα ολλανδικά - overweldiging, usurpatie, usurpation, aanmatiging
  • σφικτά στα ολλανδικά - stevig, pal, strak, goed, nauw, dicht
  • σφιχτός στα ολλανδικά - nauw, krap, stipt, gierig, inhalig, benauwd, vrekkig, ...
Τυχαίες λέξεις
Σφηνώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: jam, vastgelopen, storing, papierstoring, jam van