Σφηνώνω στα τούρκικα
Μετάφραση: σφηνώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kulübe, reçel, sıkışması, sıkışma, jam, reçeli
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σφηνώνω
σφηνώνω στα αγγλικα, σφηνώνω συνώνυμα, σφηνώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, σφηνώνω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- σφετερίζομαι στα τούρκικα - yerinde, yerlikli, ilgili, uygun, el koymak, gasp, ele geçirmektir, ...
- σφετερισμός στα τούρκικα - gasp, usurpation, el koyma, gaspları, gasp edilmiş olanın
- σφικτά στα τούρκικα - sıkıca, sıkı, sıkı bir şekilde, sıkı bir, ağzı sıkıca
- σφιχτός στα τούρκικα - cimri, hasis, sıkı, sıkı bir, dar, geçirmez, sıkıca
Τυχαίες λέξεις
Σφηνώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kulübe, reçel, sıkışması, sıkışma, jam, reçeli
Μεταφράσεις: kulübe, reçel, sıkışması, sıkışma, jam, reçeli