Σφηνώνω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: σφηνώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alojar, albergar, gafanhoto, congestionamento, geléia, compota, atolamento, jam
Σφηνώνω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σφηνώνω

σφηνώνω στα αγγλικα, σφηνώνω συνώνυμα, σφηνώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, σφηνώνω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • σφετερίζομαι στα πορτογαλικά - abrilhantar, apropriado, apropriar, extraviar, geralmente, usurpar, adequado, ...
  • σφετερισμός στα πορτογαλικά - usurpação, a usurpação, usurpation, de usurpação, usurpações
  • σφικτά στα πορτογαλικά - firmemente, firma, firmar, hermeticamente, fortemente, força, com força
  • σφιχτός στα πορτογαλικά - tigre, avaro, firmemente, avarento, apertado, apertada, firme, ...
Τυχαίες λέξεις
Σφηνώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: alojar, albergar, gafanhoto, congestionamento, geléia, compota, atolamento, jam