Σφηνώνω στα ουκρανικά

Μετάφραση: σφηνώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жили, джем
Σφηνώνω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σφηνώνω

σφηνώνω στα αγγλικα, σφηνώνω συνώνυμα, σφηνώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σφηνώνω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • σφετερίζομαι στα ουκρανικά - присвоювати, узурпуйте, передмісті, привласніть, передмістя, потребувати, вимагати, ...
  • σφετερισμός στα ουκρανικά - призначення, асигнування, присвоєння, призначання, узурпація
  • σφικτά στα ουκρανικά - непохитно, твердо, щільно, що щільно
  • σφιχτός στα ουκρανικά - щільний, тісно, міцний, тісний, тугий, вузький, щільно, ...
Τυχαίες λέξεις
Σφηνώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: жили, джем