Σύριγγα στα ολλανδικά

Μετάφραση: σύριγγα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spuit, injectiespuit, spuitje, de spuit, injectie spuit
Σύριγγα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύριγγα

σύριγγα ονειροκρίτης, σύριγγα αυτιού, σύριγγα alexander, σύριγγα ζαχαροπλαστικής, σύριγγα αναρρόφησης λαδιού, σύριγγα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, σύριγγα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • σύντομος στα ολλανδικά - beknopt, haast, weldra, binnenkort, spoedig, gauw, dra, ...
  • σύντροφος στα ολλανδικά - kornuit, maat, kameraad, partner, eega, makker, echtgenote, ...
  • σύρμα στα ολλανδικά - metaaldraad, draad, telegram, wire, kabel, draads, draden
  • σύρομαι στα ολλανδικά - kruipen, kruip, creep, griezel, engerd
Τυχαίες λέξεις
Σύριγγα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spuit, injectiespuit, spuitje, de spuit, injectie spuit