Σύριγγα στα ουκρανικά
Μετάφραση: σύριγγα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шприц, шприць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύριγγα
σύριγγα ονειροκρίτης, σύριγγα αυτιού, σύριγγα alexander, σύριγγα ζαχαροπλαστικής, σύριγγα αναρρόφησης λαδιού, σύριγγα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σύριγγα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σύντομος στα ουκρανικά - рано-рано, рано, зрання, короткий, стислий, інструктувати, скоро-скоро, ...
- σύντροφος στα ουκρανικά - контрагент, компаньйон, партнер, супутник, товариш
- σύρμα στα ουκρανικά - провід, дріт, провод, кабель
- σύρομαι στα ουκρανικά - повзати, повзання, плазування, повзучість, ползучесть
Τυχαίες λέξεις
Σύριγγα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: шприц, шприць
Μεταφράσεις: шприц, шприць