Ψήσιμο στα ολλανδικά

Μετάφραση: ψήσιμο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
roosteren, braden, door roosteren, branden, het roosteren
Ψήσιμο στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψήσιμο

ψήσιμο χταποδιού, ψήσιμο αρνιού, ψήσιμο ψαριού, ψήσιμο πίτσας, ψήσιμο στον αέρα, ψήσιμο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψήσιμο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ψέμα στα ολλανδικά - leugen, liggen, liegen, lig, lie
  • ψήνω στα ολλανδικά - braden, branden, roosteren, friseren, krullen, frizz, kroezen, ...
  • ψήφισμα στα ολλανδικά - resolutie, besluit, resolutie van, de resolutie
  • ψήφος στα ολλανδικά - stemmen, kiezen, balloteren, stemming, stem, beoordeeld, vote
Τυχαίες λέξεις
Ψήσιμο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: roosteren, braden, door roosteren, branden, het roosteren