Ψήσιμο στα τούρκικα
Μετάφραση: ψήσιμο, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kavurma, ısıtıcısı, kızartma, pişirme, öğütme
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψήσιμο
ψήσιμο χταποδιού, ψήσιμο αρνιού, ψήσιμο ψαριού, ψήσιμο πίτσας, ψήσιμο στον αέρα, ψήσιμο λεξικό γλώσσας τούρκικα, ψήσιμο στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ψέμα στα τούρκικα - yalan, lie, yalandır, bir yalan, yalan söylemek
- ψήνω στα τούρκικα - kızarmış, bukle, kabarmayı, Kıvrılmayan, elektriklenmemiş, elektriklenmeyen
- ψήφισμα στα τούρκικα - çözüm, karar, çözünürlüklü, çözünürlük, çözünürlüğü
- ψήφος στα τούρκικα - oy, sayılmasını
Τυχαίες λέξεις
Ψήσιμο στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kavurma, ısıtıcısı, kızartma, pişirme, öğütme
Μεταφράσεις: kavurma, ısıtıcısı, kızartma, pişirme, öğütme