Ψήσιμο στα ουγγρικά
Μετάφραση: ψήσιμο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sütés, pörkölés, pirítással, pörkölő, pörkölési
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ψήσιμο
ψήσιμο χταποδιού, ψήσιμο αρνιού, ψήσιμο ψαριού, ψήσιμο πίτσας, ψήσιμο στον αέρα, ψήσιμο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ψήσιμο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ψέμα στα ουγγρικά - hazugság, hazugságot, fekszik, fekszenek
- ψήνω στα ουγγρικά - sült, bodorít, göndörség, göndörödést, frizz, sima
- ψήφισμα στα ουγγρικά - felbontás, felbontású, állásfoglalása, állásfoglalást, állásfoglalására
- ψήφος στα ουγγρικά - szavazás, szavazásra, szavazásban, szavazással, szavazást
Τυχαίες λέξεις
Ψήσιμο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: sütés, pörkölés, pirítással, pörkölő, pörkölési
Μεταφράσεις: sütés, pörkölés, pirítással, pörkölő, pörkölési