Ψύξη στα ολλανδικά

Μετάφραση: ψύξη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
invriezen, kil, ijskoud, ijzig, koud, koeling, afkoeling, koelen, koel-, afkoelen
Ψύξη στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ψύξη

ψύξη στην πλάτη συμπτώματα, ψύξη στο λαιμό, ψύξη αυχένα, ψύξη στη μέση, ψύξη laptop, ψύξη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ψύξη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ψωμί στα ολλανδικά - mik, brood, het brood
  • ψωνίζω στα ολλανδικά - werkplaats, zaak, winkel, atelier, shop, Winkelinrichting, webwinkel, ...
  • ψώνια στα ολλανδικά - het winkelen, inkopen, winkelen, winkelcentrum, shopping
  • ψώρα στα ολλανδικά - schurft, scabies, van schurft, scabiës, schurft te
Τυχαίες λέξεις
Ψύξη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: invriezen, kil, ijskoud, ijzig, koud, koeling, afkoeling, koelen, koel-, afkoelen