Ντουλάπι στα ουγγρικά
Μετάφραση: ντουλάπι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
konyhaszekrény, szekrény, szekrényben, faliszekrény, szekrénysor, szekrénybe
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντουλάπι
ντουλάπι μπάνιου κρεμαστό, ντουλάπι μπάνιου με καθρέφτη, ντουλάπι τοίχου, ντουλάπι μπάνιου, ντουλάπι εξωτερικού χώρου, ντουλάπι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ντουλάπι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ντουέτο στα ουγγρικά - duett, Duet, duettet, A Duet
- ντουλάπα στα ουγγρικά - fülke, vécé, szekrényben, szekrénybe, gardrób
- ντους στα ουγγρικά - zuhany, zuhanyzó, zuhanyozófülkével, zuhanyzóval, zuhanyozó
- ντροπή στα ουγγρικά - szégyenkezés, szégyen, szégyent, kár, a szégyen
Τυχαίες λέξεις
Ντουλάπι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: konyhaszekrény, szekrény, szekrényben, faliszekrény, szekrénysor, szekrénybe
Μεταφράσεις: konyhaszekrény, szekrény, szekrényben, faliszekrény, szekrénysor, szekrénybe