Ξύπνημα στα ουγγρικά
Μετάφραση: ξύπνημα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ébredés, Awakening, felébredés, ébredést, ébredését
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξύπνημα
ξύπνημα τησ άνοιξησ, ξύπνημα με πονοκέφαλο, ξύπνημα με βαρύ κεφάλι, ξύπνημα στις πολύ πρωινές ώρες, ξύπνημα από καταστολή, ξύπνημα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ξύπνημα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ξύλο στα ουγγρικά - faipari, fa, fából, fát, fakitermelés
- ξύνω στα ουγγρικά - nyekergetés, kellemetlenség, rajtvonal, vakaródzás, firkantás, slamasztika, karcolás, ...
- ξύσμα στα ουγγρικά - péklapát, felhám, darabka, törmelék, hulladék, -törmelék, törmeléket
- οίκημα στα ουγγρικά - premissza, lodge, benyújtani, páholy
Τυχαίες λέξεις
Ξύπνημα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: ébredés, Awakening, felébredés, ébredést, ébredését
Μεταφράσεις: ébredés, Awakening, felébredés, ébredést, ébredését