Πασπαλίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: πασπαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szór, locsol, locsolás, megszórjuk, Szórjuk
Πασπαλίζω στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πασπαλίζω

πασπαλίζω συνώνυμο, πασπαλίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πασπαλίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • παρών στα ουγγρικά - mostani, jelen, jelenlegi, találmány, jelenleg, e
  • πασπάλισμα στα ουγγρικά - powdering, porítását, porítása, porítási, porrá
  • πασπατεύω στα ουγγρικά - hegedű, hegedűn, a hegedű, hegedűvel
  • παστώνω στα ουγγρικά - lazac, fickó, Kipper, füstölthering
Τυχαίες λέξεις
Πασπαλίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szór, locsol, locsolás, megszórjuk, Szórjuk