Πασπαλίζω στα τούρκικα
Μετάφραση: πασπαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
barut, toz, pudra, tutam, bir tutam, ekme, azıcık miktar, lekelemek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πασπαλίζω
πασπαλίζω συνώνυμο, πασπαλίζω λεξικό γλώσσας τούρκικα, πασπαλίζω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- παρών στα τούρκικα - hediye, gözükmek, tanıştırmak, görünmek, mevcut, Bu, bugünkü
- πασπάλισμα στα τούρκικα - toz haline getirme, Toz haline, Toz haline getirmek için, Toz haline getirmek, Powdering
- πασπατεύω στα τούρκικα - keman, dalavere, vaktini boşa harcamak, aylaklık etmek, keman çalmak
- παστώνω στα τούρκικα - kür, ilâç, tedavi, şifa, ilaç, açık havada kurutmak, Kipper, ...
Τυχαίες λέξεις
Πασπαλίζω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: barut, toz, pudra, tutam, bir tutam, ekme, azıcık miktar, lekelemek
Μεταφράσεις: barut, toz, pudra, tutam, bir tutam, ekme, azıcık miktar, lekelemek