Απόκτηση στα ουκρανικά
Μετάφραση: απόκτηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
набування, придбавання, набуття, придбання
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απόκτηση
απόκτηση πτυχίου ραδιοερασιτέχνη, απόκτηση ελληνικής υπηκοότητας, απόκτηση isbn, απόκτηση αμκα, απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας λόγω γάμου, απόκτηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απόκτηση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- απόκρυψη στα ουκρανικά - утаювання, стримування, придушення, затаювання, маскування, переховування, приховування, ...
- απόκτημα στα ουκρανικά - додаток, придбавання, набування, приріст, набуття, збільшення, придбання
- απόλαυση στα ουκρανικά - захват, захоплення, захваті
- απόλυση στα ουκρανικά - скидання, визволення, відхилення, розпуск, звільнення, увільнення
Τυχαίες λέξεις
Απόκτηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: набування, придбавання, набуття, придбання
Μεταφράσεις: набування, придбавання, набуття, придбання