Απόκτηση στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απόκτηση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquisição, presa, de aquisição, aquisição de, a aquisição, compra
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απόκτηση
απόκτηση πτυχίου ραδιοερασιτέχνη, απόκτηση ελληνικής υπηκοότητας, απόκτηση isbn, απόκτηση αμκα, απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας λόγω γάμου, απόκτηση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απόκτηση στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απόκρυψη στα πορτογαλικά - tampa, capa, cobertura, dissimulação, encobrimento, esconderijo, ocultação, ...
- απόκτημα στα πορτογαλικά - aquisição, presa, ascensão, de aquisição, aquisição de, a aquisição, compra
- απόλαυση στα πορτογαλικά - delícia, prazer, deleite, alegria, delírio
- απόλυση στα πορτογαλικά - despedimento, demissão, destituição, o despedimento, despedimentos
Τυχαίες λέξεις
Απόκτηση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aquisição, presa, de aquisição, aquisição de, a aquisição, compra
Μεταφράσεις: aquisição, presa, de aquisição, aquisição de, a aquisição, compra