Ασωτία στα ουκρανικά
Μετάφραση: ασωτία, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нездержливість, марнотратства, пияцтво, розпуста, п'янство, марнотратність, марнотратство, расточітельность
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασωτία
ασωτία ορισμος, ασωτία λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασωτία στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ασφόδελος στα ουκρανικά - блідо-жовтий
- ασχολία στα ουκρανικά - переслідування, окупація
- ασύγχρονος στα ουκρανικά - асинхронний
- ασύλληπτος στα ουκρανικά - невловимий, неперехваченное
Τυχαίες λέξεις
Ασωτία στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нездержливість, марнотратства, пияцтво, розпуста, п'янство, марнотратність, марнотратство, расточітельность
Μεταφράσεις: нездержливість, марнотратства, пияцтво, розпуста, п'янство, марнотратність, марнотратство, расточітельность