Пияцтво στα ελληνικά
Μετάφραση: пияцтво, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεμαύλισμα, ακολασία, ασωτία, μαύλισμα, πόσιμο, πόσιμου, το πόσιμο, του πόσιμου, πίνοντας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- асфальтний στα ελληνικά - άσφαλτος, άσφαλτο, ασφάλτου, ασφαλτοστρωμένο, ασφαλτική
- вигадка στα ελληνικά - κουραφέξαλα, φαντασία, υπεκφεύγω, τέχνασμα, αερολογώ, κατασκεύασμα, κατασκευή, ...
- екологічний στα ελληνικά - οικολογικός, οικολογική, οικολογικών, οικολογικής, οικολογικά
- зазирнути στα ελληνικά - κρυφοκοιτάζω, πτώση, drop, πέσει, ρίξει, αποθέστε
Τυχαίες λέξεις
Пияцтво στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεμαύλισμα, ακολασία, ασωτία, μαύλισμα, πόσιμο, πόσιμου, το πόσιμο, του πόσιμου, πίνοντας
Μεταφράσεις: ξεμαύλισμα, ακολασία, ασωτία, μαύλισμα, πόσιμο, πόσιμου, το πόσιμο, του πόσιμου, πίνοντας