Γενική στα ουκρανικά

Μετάφραση: γενική, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
родовий, генеральний, генерального
Γενική στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενική

γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, γενική λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γενική στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • γενιά στα ουκρανικά - покоління, генерація, рід, освіту, потомство
  • γενικά στα ουκρανικά - звичайно, узагалі, загалом, широко, широко-широко, в, у, ...
  • γενικός στα ουκρανικά - недокладний, звичайний, загальний, спільний, головний, полководець, всюди, ...
  • γενικότητα στα ουκρανικά - загальність, всезагальність, всеобщность
Τυχαίες λέξεις
Γενική στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: родовий, генеральний, генерального