Побити στα ελληνικά
Μετάφραση: побити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κομματιάζω, συντρίβω, διάλλειμα, θρυμματίζω, διάλειμμα, σπάζω, κάλτσα, ήττα, αντεπίθεση, νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, κτυπήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- винятковість στα ελληνικά - αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας, την αποκλειστικότητα, αποκλειστικότητας που, η αποκλειστικότητα
- грабштихель στα ελληνικά - hrabshtyhel
- держати στα ελληνικά - διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
- засідка στα ελληνικά - ενέδρα, καρτέρι, ενέδρας, ενέδρες
Τυχαίες λέξεις
Побити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κομματιάζω, συντρίβω, διάλλειμα, θρυμματίζω, διάλειμμα, σπάζω, κάλτσα, ήττα, αντεπίθεση, νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, κτυπήσει
Μεταφράσεις: κομματιάζω, συντρίβω, διάλλειμα, θρυμματίζω, διάλειμμα, σπάζω, κάλτσα, ήττα, αντεπίθεση, νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, κτυπήσει