Διαγωγή στα ουκρανικά

Μετάφραση: διαγωγή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поведінка, поведінку, провадження, вести, поводження, водити, проводити, манери
Διαγωγή στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαγωγή

διαγωγή κοσμιοτάτη σημασία, διαγωγή μηδέν 1949, διαγωγή κοσμιοτάτη, διαγωγή κοσμιοτάτη τι σημαινει, διαγωγή κοσμιοτάτη λεξικο, διαγωγή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διαγωγή στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διαβόητος στα ουκρανικά - загальновідомий, обмовляти, горезвісний, страшенний, відомий, паплюжити, сумнозвісний, ...
  • διαγράφω στα ουκρανικά - прати, вимальовуватися, стирати, витирати, вилучіть, видалити, викреслювати, ...
  • διαγωνίζομαι στα ουκρανικά - змагатися, змагайтеся, конкурувати, змагатись, diagonizomai
  • διαγωνιζόμενος στα ουκρανικά - суперник, супротивник, змагання, противник, конкурент
Τυχαίες λέξεις
Διαγωγή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: поведінка, поведінку, провадження, вести, поводження, водити, проводити, манери