Διαγωγή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: διαγωγή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dirigir, comportamento, guiar, governar, conduzir, levar, conduta, gerir, procedimento, condução, comportamentos, realização
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαγωγή
διαγωγή κοσμιοτάτη σημασία, διαγωγή μηδέν 1949, διαγωγή κοσμιοτάτη, διαγωγή κοσμιοτάτη τι σημαινει, διαγωγή κοσμιοτάτη λεξικο, διαγωγή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διαγωγή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- διαβόητος στα πορτογαλικά - notório, notória, famoso, notórios, notorious
- διαγράφω στα πορτογαλικά - erradicar, limpar, delegado, enxugar, silenciosamente, supressão, apague, ...
- διαγωνίζομαι στα πορτογαλικά - rivalizar, competir, compita, concorrer, diagonizomai
- διαγωνιζόμενος στα πορτογαλικά - competidor, contestante, Participante, concorrente, contestant
Τυχαίες λέξεις
Διαγωγή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dirigir, comportamento, guiar, governar, conduzir, levar, conduta, gerir, procedimento, condução, comportamentos, realização
Μεταφράσεις: dirigir, comportamento, guiar, governar, conduzir, levar, conduta, gerir, procedimento, condução, comportamentos, realização