Εξερευνητής στα ουκρανικά

Μετάφραση: εξερευνητής, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дослідник
Εξερευνητής στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εξερευνητής

εξερευνητής λεξικών, εξερευνητής των windows, ισπανός εξερευνητής, μίκυ εξερευνητής, εξερευνητήσ κολωνάκι, εξερευνητής λεξικό γλώσσας ουκρανικά, εξερευνητής στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • εξελίσσομαι στα ουκρανικά - розвиватися, еволюціонувати, розвивати, видавати, проходити, проходитиме, проходитимуть, ...
  • εξελικτικός στα ουκρανικά - еволюційний
  • εξερευνώ στα ουκρανικά - з'ясовувати, вивчати, виясняти, доказово, розвідувати, досліджувати, дослідити
  • εξερεύνηση στα ουκρανικά - вивчення, досліджування, дослідження
Τυχαίες λέξεις
Εξερευνητής στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дослідник