Εξερευνητής στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εξερευνητής, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
explorador, explorer, explorador de, gerenciador, explorador do
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξερευνητής
εξερευνητής λεξικών, εξερευνητής των windows, ισπανός εξερευνητής, μίκυ εξερευνητής, εξερευνητήσ κολωνάκι, εξερευνητής λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εξερευνητής στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εξελίσσομαι στα πορτογαλικά - evolucionar, evolução, evolver, estabelecer, evolua, evoluir, passar, ...
- εξελικτικός στα πορτογαλικά - evolutivo, evolutiva, evolutivos, evolutivas
- εξερευνώ στα πορτογαλικά - explorar, investigar, buscar, escavar, pesquisar, exploração, explore, ...
- εξερεύνηση στα πορτογαλικά - exploração, investigação, pesquisa, façanha, de exploração, a exploração, exploração de, ...
Τυχαίες λέξεις
Εξερευνητής στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: explorador, explorer, explorador de, gerenciador, explorador do
Μεταφράσεις: explorador, explorer, explorador de, gerenciador, explorador do