Θρυμματίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: θρυμματίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
завалюватися, розтрощити, накришити, осипатись, завалитися, оладка, побити, розбити, град, кришитися, кришиться, кришитиметься
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρυμματίζω
θρυμματίζω στα αγγλικα, θρυμματίζω συνωνυμα, θρυμματίζω λεξικο, θρυμματίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, θρυμματίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- θρυλικός στα ουκρανικά - легендарно, легендарний, легендарне
- θρυμματίζομαι στα ουκρανικά - град, кришитися, кришиться, кришитиметься
- θρόισμα στα ουκρανικά - зашелестіти, шелест, шелестіти
- θρόνος στα ουκρανικά - трон, престол, престіл
Τυχαίες λέξεις
Θρυμματίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: завалюватися, розтрощити, накришити, осипатись, завалитися, оладка, побити, розбити, град, кришитися, кришиться, кришитиметься
Μεταφράσεις: завалюватися, розтрощити, накришити, осипатись, завалитися, оладка, побити, розбити, град, кришитися, кришиться, кришитиметься