Κάπα στα ουκρανικά

Μετάφραση: κάπα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мис, плащ, капюшон, пелерина
Κάπα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάπα

κάπα καθημερινής, κάπα πάτρα, κάπα samantha sotos, κάπα research για το βήμα της κυριακής, κάπα studios, κάπα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κάπα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • κάμπτω στα ουκρανικά - зігніться, вигин, згин, згинання
  • κάνω στα ουκρανικά - доручати, закінчувати, жарити, робити, вчиняти, вчинити, майори, ...
  • κάπαρη στα ουκρανικά - стрибок, пустощі, дуріти, витівка, проказа, каперси
  • κάποιος στα ουκρανικά - хто-небудь, хтось, дехто
Τυχαίες λέξεις
Κάπα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: мис, плащ, капюшон, пелерина