Νεύρο στα ουκρανικά
Μετάφραση: νεύρο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нерв, тятива
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νεύρο
ωλένιο νεύρο, νεύρο δοντιού, νεύρο κροταφογναθική άρθρωση, νεύρο της νεφρικής πυέλου, ισχιακό νεύρο, νεύρο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, νεύρο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- νεωτεριστικός στα ουκρανικά - нововведення, модерністський, модерністська, модерністичний
- νεότητα στα ουκρανικά - себе, безпосередньо, молодь, молоді
- νεύω στα ουκρανικά - сигналізувати, сигнал, кивок, ківок
- νημάτιο στα ουκρανικά - волокнинка, нитка, волокно, волокон, волосок, нитку, нить, ...
Τυχαίες λέξεις
Νεύρο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: нерв, тятива
Μεταφράσεις: нерв, тятива