Νεύρο στα δανικά
Μετάφραση: νεύρο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nerve, nerven, frækhed, nerver, nerve-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νεύρο
ωλένιο νεύρο, νεύρο δοντιού, νεύρο κροταφογναθική άρθρωση, νεύρο της νεφρικής πυέλου, ισχιακό νεύρο, νεύρο λεξικό γλώσσας δανικά, νεύρο στα δανικά
Μεταφράσεις
- νεωτεριστικός στα δανικά - modernistiske, modernistisk, modernistic, det modernistiske
- νεότητα στα δανικά - ungdom, unge, ungdomsområdet, unges, ungdommen
- νεύω στα δανικά - signal, nik, nod, nikke, hilsen, nikker
- νημάτιο στα δανικά - glødetråd, filament, endeløse, af endeløse, filamenter
Τυχαίες λέξεις
Νεύρο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nerve, nerven, frækhed, nerver, nerve-
Μεταφράσεις: nerve, nerven, frækhed, nerver, nerve-