Νεύρο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: νεύρο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нерв, нервните, нервите, нервот, нервни
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: νεύρο
ωλένιο νεύρο, νεύρο δοντιού, νεύρο κροταφογναθική άρθρωση, νεύρο της νεφρικής πυέλου, ισχιακό νεύρο, νεύρο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, νεύρο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- νεωτεριστικός στα σλαβομακεδονικά - модернистички, модернистичка, модернистичката, модернистичкото, модернистичките
- νεότητα στα σλαβομακεδονικά - младите, млади, младинските, младост, младински
- νεύω στα σλαβομακεδονικά - поздрав, знак, зелено светло, кимам, повлечеме
- νημάτιο στα σλαβομακεδονικά - вжарено, влакно, вжарено влакно, филамент, со вжарено
Τυχαίες λέξεις
Νεύρο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: нерв, нервните, нервите, нервот, нервни
Μεταφράσεις: нерв, нервните, нервите, нервот, нервни