Σύζυγος στα ουκρανικά
Μετάφραση: σύζυγος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дружина, чоловік, жінка, подружжя, володіє, муж
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύζυγος
σύζυγος κατά λάθος, σύζυγος βασίλη τσιβιλίκα, σύζυγος σταύρου θεοδωράκη, σύζυγος πατούλη, σύζυγος του ρομπέρτο, σύζυγος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σύζυγος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σύγχρονος στα ουκρανικά - сучасний, арбітри, сучасна, сучасне
- σύγχυση στα ουκρανικά - зніяковіння, збентеження, замішання, безладдя, плутанина, сум'яття, здивування
- σύκα στα ουκρανικά - стан, настрій, інжир, наряд, прикрашувати
- σύλληψη στα ουκρανικά - концепція, розуміння, сприйнятливість, запліднення, кмітливість, задум, поняття, ...
Τυχαίες λέξεις
Σύζυγος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дружина, чоловік, жінка, подружжя, володіє, муж
Μεταφράσεις: дружина, чоловік, жінка, подружжя, володіє, муж