Σύζυγος στα ισλανδικά
Μετάφραση: σύζυγος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bóndi, maki, kona, eiginmaður, maðurinn, eiginmaðurinn, eiginmann
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύζυγος
σύζυγος κατά λάθος, σύζυγος βασίλη τσιβιλίκα, σύζυγος σταύρου θεοδωράκη, σύζυγος πατούλη, σύζυγος του ρομπέρτο, σύζυγος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, σύζυγος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- σύγχρονος στα ισλανδικά - samtíðarmaður, samtíða, nútíðar-, nútíma, nútímalegt, nútímaleg, nútímalega, ...
- σύγχυση στα ισλανδικά - rugl, ringlun, ruglingi, rugli, ruglingur
- σύκα στα ισλανδικά - fíkja, fíkjur, Myndir, fíkjum, myndum, Figs
- σύλληψη στα ισλανδικά - handtöku, handtaka, stöðva, að handtaka, handtekur
Τυχαίες λέξεις
Σύζυγος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bóndi, maki, kona, eiginmaður, maðurinn, eiginmaðurinn, eiginmann
Μεταφράσεις: bóndi, maki, kona, eiginmaður, maðurinn, eiginmaðurinn, eiginmann