Σύζυγος στα πολωνικά

Μετάφραση: σύζυγος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zarządzać, małżonek, żona, kumoszka, kobiecina, mąż, gospodarować, współlokator, współmałżonek, męża, mężem
Σύζυγος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: σύζυγος

σύζυγος κατά λάθος, σύζυγος βασίλη τσιβιλίκα, σύζυγος σταύρου θεοδωράκη, σύζυγος πατούλη, σύζυγος του ρομπέρτο, σύζυγος λεξικό γλώσσας πολωνικά, σύζυγος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • σύγχρονος στα πολωνικά - nowoczesny, współczesny, rówieśnik, równolatek, nowożytny, ówczesny, równoczesny, ...
  • σύγχυση στα πολωνικά - pomieszanie, zmieszanie, splątanie, pomylenie, zamęt, bezład, nieład, ...
  • σύκα στα πολωνικά - figa, figowiec, figi, fig, figs, Figury, rys
  • σύλληψη στα πολωνικά - zrozumienie, aresztowanie, pojęcie, pomysł, przytrzymanie, koncepcja, lęk, ...
Τυχαίες λέξεις
Σύζυγος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zarządzać, małżonek, żona, kumoszka, kobiecina, mąż, gospodarować, współlokator, współmałżonek, męża, mężem