Σύσπαση στα ουκρανικά
Μετάφραση: σύσπαση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стиснути, стискати, судорога, перекіс, стискувати, скорочення, зменшення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: σύσπαση
σύσπαση κάτω βλεφάρου, σύσπαση των μυών, σύσπαση μήτρας, σύσπαση ματιού, σύσπαση dupuytren, σύσπαση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, σύσπαση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- σύρσιμο στα ουκρανικά - плазування, повзання, повзати, переміщення, рух, пересування
- σύσκεψη στα ουκρανικά - нараду, нарада, засідання, з'їзд, засідати, обговорення, Обсуждение
- σύστημα στα ουκρανικά - тенета, пристрій, система, влаштування, устрій, систему
- σύφιλη στα ουκρανικά - сифіліс
Τυχαίες λέξεις
Σύσπαση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: стиснути, стискати, судорога, перекіс, стискувати, скорочення, зменшення
Μεταφράσεις: стиснути, стискати, судорога, перекіс, стискувати, скорочення, зменшення