Τρεμοφέγγω στα ουκρανικά
Μετάφραση: τρεμοφέγγω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
блимніть, мерехтливі, Мерцающие, Мерехтливий, мерехтять, що мерехтять
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τρεμοφέγγω
τρεμοφέγγω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τρεμοφέγγω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- τρεμοπαίζω στα ουκρανικά - блимати, мигтіння, б'ючи, б'ючись, бити, дрижати, флікери, ...
- τρεμουλιάζω στα ουκρανικά - звільнення, тремтіти, дрижати, тремтітиме
- τρεμούλα στα ουκρανικά - непокоєння, двигтіння, неспокій, озноб
- τρεμούλιασμα στα ουκρανικά - поштовхи, дрож, тріпотливий, тремтіння, страх, струс, трепет, ...
Τυχαίες λέξεις
Τρεμοφέγγω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: блимніть, мерехтливі, Мерцающие, Мерехтливий, мерехтять, що мерехтять
Μεταφράσεις: блимніть, мерехтливі, Мерцающие, Мерехтливий, мерехтять, що мерехтять